Νοῶν — Νόης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοῶν — νοέω Excerpta e libris Herodiani pres part act masc nom sg (attic epic doric) νοόω convert into pure Intelligence pres part act masc voc sg (doric aeolic) νοόω convert into pure Intelligence pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) νοόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοώ — (I) έω και νογάω και νογώ (ΑΜ νοῶ, έω, Α αιολ. τ. νόημι) [νούς] 1. συλλαμβάνω με τον νου, αντιλαμβάνομαι («οὐδ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω λογικούς συλλογισμούς, σκέπτομαι, στοχάζομαι, διανοούμαι νεοελλ. 1. (το ουδ. μτχ.… … Dictionary of Greek
φρονώ — φρονῶ, έω, ΝΜΑ έχω τη γνώμη, νομίζω, πιστεύω (α. «δεν φρονούμε τα ίδια» β. «φρονώ ότι η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί», παροιμ. φρ. γ. «ἄλλα φρονεόντων καὶ ἄλλα λεγόντων», Ηρόδ.) αρχ. 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, διανοούμαι («ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς… … Dictionary of Greek
νοώ — (κυρίως στη λόγ. έκφρ. ο νοών νοείτω) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής